- παραθραύω
- παρά-θραύωbreak in piecespres subj act 1st sgπαρά-θραύωbreak in piecespres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραθραύω — Α 1. σπάζω κομμάτι από κάτι 2. μτφ. α) ακρωτηριάζω, κολοβώνω («παραθραύειν ὀλίγον τοῡ λόγου», Γαλ.) β) καταστρέφω, κομματιάζω («παραθραύειν τὸ δίκαιον», Πορφ.) … Dictionary of Greek
θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… … Dictionary of Greek
παράθραυμα — και, κατά δ. αναγν., παράθραυσμα, τὸ, Α [παραθραύω] θραύσμα από κάτι … Dictionary of Greek
παράθραυσις — ἡ, Α [παραθραύω] η θραύση, η απόσπαση από κάτι … Dictionary of Greek